- ελληνότροπος
- η , ο [ος , ον ] сделанный по греческому образцу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελληνότροπος — η, ο αυτός που γίνεται σύμφωνα με τα ελληνικά πρότυπα … Dictionary of Greek
ελληνότροπος — η, ο επίρρ. α που γίνεται με ελληνικό τρόπο ή πρότυπο: Ελληνότροπη αγωγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)